- αζάλικας
- και ατζάλικας, ο1. το μπροστινό πάνω μέρος τού μηρού, ριζομέρι2. αδενίτιδα στους βουβώνες ή στις μασχάλες και οι ίδιοι οι βουβώνες ή η μασχάλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζαλικώνομαι — [αζάλικας] έχω πρήξιμο στις μασχάλες ή στους βουβώνες … Dictionary of Greek
αζαλίκωτος — (I) η, ο [ζαλικώνω] 1. αυτός που δεν έχει στην πλάτη του ζαλίκι, φορτίο, ο αζάλωτος* 2. ο χωρίς οικογενειακά βάρη, άγαμος. (II) η, ο [αζαλικώνομαι] αυτός που δεν αζαλικώθηκε, δεν έπαθε ο αζάλικάς του … Dictionary of Greek